- χαμομήλι
- χαμομήλι, το και χαμόμηλο, το1. είδος φυτού.2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από το χαμομήλι: Φτιάξε μου ένα χαμομήλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… … Dictionary of Greek
υδροχαμαίμηλον — τὸ, Α βρασμένο χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χαμαίμηλον «χαμομήλι»] … Dictionary of Greek
βραστός — ή, ό (Μ βραστός, ή, όν) [βράζω] 1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος 2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος νεοελλ. Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός 2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το 1. κρέας… … Dictionary of Greek
ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] … Dictionary of Greek
λαμπροπούλι — και λαμπρόπουλο, το το φυτό χαμομήλι … Dictionary of Greek
μαντίλα — η (Μ μανδήλα και μαντήλα) 1. μεγάλο μαντίλι 2. τραπεζομάντιλο νεοελλ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι 2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα 3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό… … Dictionary of Greek
μαρτολούλουδο — το το φυτό χαμομήλι … Dictionary of Greek
ματρικάρια — η η βοτ. παλαιά ονομασία τού γένους χαμομήλι … Dictionary of Greek
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμαίμηλο — το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ (λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι αρχ. 1. το φυτό ανθεμίς 2. το φυτό παρθένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + μῆλον (πρβλ. κιτρό μηλον, κροκό μηλον)] … Dictionary of Greek